Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Προβληματισμοί για την Ελληνική Μουσική Παράδοση

Τη Δευτέρα, 22 Ιανουαρίου 2007, μετά από ευγενική πρόσκληση του Αρχιμανδρίτη π. Ειρηναίου Νάκου, υπεύθυνου στο Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος για την εκπομπή "Διακονία Ορθόδοξης Υμνολογίας", συζήτησα μαζί του, στο πλαίσιο της εκπομπής του, για μια αμφιλεγόμενη μορφή του νεοελληνικού εκκλησιαστικού μουσικού χώρου, τον Ιωάννη Σακελλαρίδη. Τη συζήτηση διάνθισαν αρκετά ηχογραφημένα μουσικά παραδείγματα, για την καλύτερη κατανόηση των μουσικών θεωρητικών θέσεων που ανέπτυξα. Θεωρώ ότι η ανάρτηση του κειμένου της εν λόγω συνεντεύξεως στο Διαδίκτυο δεν στερείται ενδιαφέροντος και περιμένω τα σχόλια εκείνων που, ενδεχομένως, θα θελήσουν να το σχολιάσουν. Θα προσπαθήσω μελλοντικά, αν αυτό είναι δυνατόν, να αναρτήσω και τα μουσικά παραδείγματα της εκπομπής.


· Κύριε Κατσιναβάκη, διευθύνετε επί εικοσαετία μια εκκλησιαστική χορωδία που βασίζει το ρεπερτόριό της κυρίως στο μουσικό σύστημα του Ιωάννη Σακελλαρίδη, για το οποίο έχετε επανειλημμένως δώσει και διαλέξεις-συναυλίες με μουσικά παραδείγματα. Ο εν λόγω εκκλησιαστικός συνθέτης είναι σημείο αντιλεγόμενο. Πολύ πρόσφατα, στις 16 Δεκεμβρίου 2006, συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από το θάνατό του. Έχοντας σε βάθος μελετήσει το έργο του, τι έχετε να μας πείτε γι’ αυτόν;
· Θα ήθελα κατ’ αρχάς να σας ευχαριστήσω, πάτερ Ειρηναίε, για την πρόσκληση στην εκπομπή σας και για την ευκαιρία που μου δίνετε να μιλήσω για τον Ιωάννη Σακελλαρίδη και το έργο του. Πράγματι, έχοντας μελετήσει σοβαρά το έργο του, τον θεωρώ ως τον σημαντικότερο Έλληνα Ορθόδοξο εκκλησιαστικό συνθέτη από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους. Επιτρέψτε μου όμως να διευκρινίσω από την πρώτη στιγμή ότι οι λόγοι για τους οποίους προβαίνω στον παραπάνω χαρακτηρισμό είναι διαφορετικοί από εκείνους οι οποίοι συνήθως προβάλλονται από τους οπαδούς της μουσικής του Ιωάννη Σακελλαρίδη. Επιτρέψτε μου να επισημάνω εξ αρχής ότι το έργο του και η πραγματική του προσφορά είναι εν πολλοίς άγνωστα τόσο στους υποστηρικτές όσο και στους επικριτές του. Και ότι, εξ αιτίας του γεγονότος αυτού, και οι έπαινοι που εκφράζονται γι’ αυτόν είναι τις περισσότερες φορές από άστοχοι έως αφελείς, ενώ εξ ίσου άστοχη είναι συνήθως και η κριτική που τού εξασκείται. Τα παραπάνω θα προσπαθήσω να αναπτύξω και να τεκμηριώσω στη συνέχεια.
· Θα μας δώσετε κάποια βιογραφικά στοιχεία για τον Ιωάννη Σακελλαρίδη;
· Ο χρόνος δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε πολύ σε βιογραφικά στοιχεία. Θα πρέπει όμως να μιλήσουμε για την κατάρτισή του. Ο Ιωάννης Σακελλαρίδης, που γεννήθηκε το 1853 στο Λιτόχωρο και πέθανε το 1936 στην Αθήνα, κατείχε ευρύτατη φιλολογική μόρφωση, έχοντας φοιτήσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ήταν βαθύς γνώστης της βυζαντινής μουσικής, στην οποία μυήθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του από τον ιερέα πατέρα του. Στη συνέχεια τη σπούδασε σε βάθος στη Θεσσαλονίκη κοντά σ’ ένα από τους καλύτερους τότε δασκάλους, στον π. Θεόδωρο Μαντζουρανή, ιερέα και ιεροψάλτη από τους καλύτερους της εποχής του, ο οποίος είχε χρηματίσει και μουσικοδιδάσκαλος στην Κεντρική Ιερατική Σχολή Κωνσταντινουπόλεως επί πατριαρχείας Ιωακείμ του Γ΄. Οι θεωρητικές γνώσεις του Σακελλαρίδη όσον αφορά στην ευρωπαϊκή μουσική ήσαν, αντιθέτως, περιορισμένες. Το καταδεικνύει το ίδιο το έργο του, ως προς την αρμονική του διάσταση, την οποία θα σχολιάσουμε αμέσως παρακάτω, όσο και η δική του προφητική παραδοχή ότι «...ει μεν ημεις περί την αρμονίαν πταίομεν, ουδείς φόβος. διότι, συν τω χρόνω, έτεροι πολλώ ημών κρείττονες ελεύσονται, όπως τα ατελή ημών βελτίω καταστήσωσι και εις το τέλειον αγάγωσι».
[1] Φαίνεται ότι είχε πάρει κάποια μαθήματα ευρωπαϊκής μουσικής από το Γερμανό Ιούλιο Ένιγγ, ο οποίος υπήρξε από τους πρωτοπόρους της προσπάθειας για την ίδρυση ωδείων και για τη συστηματική διδασκαλία της μουσικής στην Ελλάδα, χωρίς όμως να προχωρήσει σε βάθος τις γνώσεις του στον τομέα αυτό.
· Μα ο Σακελλαρίδης κατηγορείται συνήθως από τους επικριτές του ως «ευρωπαϊστής». Εσείς μας λέτε ότι γνώριζε καλά βυζαντινή μουσική και λίγο μόνο την ευρωπαϊκή;
· Σας είπα και πριν ότι τόσο οι οπαδοί του όσο και οι επικριτές του αγνοούν ουσιαστικά το έργο του και την πραγματική προσφορά του. Ο Σακελλαρίδης είναι κυρίως γνωστός από τα χορωδιακά κομμάτια που συνέθεσε για τη Θεία Λειτουργία. Λοιπόν οι εν λόγω εναρμονίσεις του είναι όντως απλοϊκές, με παράλληλες τρίτες (πρίμο – σεκόντο) που συμπληρώνονται σε συγχορδία με την εισαγωγή μιας ακόμη νότας (βαρύτονο), ενώ σποραδικά υπάρχει και ένας υποτυπώδης διπλασιασμός της τονικής ή της δεσπόζουσας στην οκτάβα (μπάσσο). Μια τέτοια αρμονία είναι εντελώς ακατάλληλη για να αποδώσει το ύφος και ήθος των βυζαντινών κλιμάκων. Δεν ταιριάζει καθόλου στις περισσότερες από αυτές ενώ και τις ελάχιστες με τις οποίες φαινομενικά ταιριάζει τις παραποιεί, μετατρέποντας τις είτε σε μείζονα είτε σε ελάσσονα, αλλοιώνοντας δηλαδή ουσιαστικά το χαρακτήρα τους. Έτσι ο Σακελλαρίδης εναρμόνισε κυρίως σε μείζονα τρόπο τους ήχους Πλ. του Δ΄, Δ΄, Γ΄ και ορισμένα μέλη του Β΄ ήχου – στην κυριολεξία διαλύοντας τον τελευταίο, του οποίου μεταβάλλει όχι μόνο τη διάταξη των διαστημάτων, μετατρέποντάς τον από χρωματικό σε μείζονα διατονικό, αλλά και την τονική βάση, εκλαμβάνοντας την τονική Δι (ή Σολ) ως δεσπόζουσα. Σε ελάσσονα τρόπο εναρμόνισε τον Α΄ και τον Πλ. του Α΄.
· Άρα συμφωνείτε κι εσείς ότι ο Σακελλαρίδης καταστρέφει την παράδοση;
· Μη βιάζεστε. Κρίνοντας τα σφάλματα του Σακελλαρίδη ως προς την πολυφωνική επεξεργασία των βυζαντινών μελών, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε δύο πράγματα: πρώτον ότι, ως πρωτοπόρος στο θέμα της εναρμονίσεως της βυζαντινής μουσικής, εστερείτο παντελώς σημείων αναφοράς. Η προσπάθειά του ξεκινάει από το μηδέν, δημιουργώντας διά της αποτυχίας της τα πρώτα σημεία αναφοράς για τους μεταγενεστέρους. Το ερώτημα, βέβαια είναι πώς πρέπει να εναρμονιστούν οι βυζαντινές μουσικές κλίμακες. Αυτό όμως είναι τεράστιο θέμα και ακροθιγώς μόνο μπορούμε να το προσεγγίσουμε σήμερα. Για να επανέλθουμε στο Σακελλαρίδη, το δεύτερο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι, ασχέτως της τεχνικής τους απλοϊκότητας και της ακαταλληλότητάς τους για τις συγκεκριμένες κλίμακες, οι εναρμονίσεις του Ιωάννη Σακελλαρίδη έχουν άκουσμα εύληπτο, γλυκύ και, για μεγάλο μέρος του εκκλησιαστικού πληρώματος, κατανυκτικό. Έτσι, ασχέτως των θεωρητικών αντιρρήσεων που μπορεί να έχει κανείς, αγαπήθηκαν αναμφισβήτητα πολύ από τον κόσμο και εψάλλησαν από τους απλούς ανθρώπους περισσότερο απο κάθε άλλες εκκλησιαστικές συνθέσεις. Πράγματι, αν κάποιος που δεν είναι ψάλτης γνωρίζει να ψάλλει ένα χερουβικό, αυτό θα είναι σίγουρα το Χερουβικό του Πλ. του Δ΄ του Σακελλαρίδη. Πολλές μελωδίες του, όπως λ.χ. το «φως ιλαρόν», αγαπήθηκαν ιδιαίτερα και εκτόπισαν κάθε προηγούμενη σύνθεση.
· Νομίζω όμως ότι καλό θα ήταν να διανθίσουμε τα όσα μας λέτε με κάποιο μουσικό παράδειγμα. Τι θα μας βάλετε να ακούσουμε;
· Θα ξεκινήσουμε με το «Σε υμνούμεν», σε ήχο Πλ. του Α΄, τον οποίο ο Σακελλαρίδης εναρμόνισε σε τρόπο ελάσσονα. Ψάλλει η Χορωδία του Πανελληνίου Συλλόγου Εκκλησιαστικής Μουσικής «Ιωάννης ο Σακελλαρίδης» υπό τη διεύθυνση του ομιλούντος. Να διευκρινίσουμε ότι η ηχογράφηση είναι ζωντανή, με όποιες τεχνικές ατέλειες αυτό συνεπάγεται.
- Μουσικό παράδειγμα Νο 1: «Σε υμνούμεν». Ήχος Πλ. του Α΄. Σύνθεση Ι. Σακελλαρίδη.
· Ο Σακελλαρίδης, πάτερ Ειρηναίε, αγαπούσε ιδιαιτέρως τον Πλ. του Δ΄, στα πλαίσια του οποίου συνέθεσε νέες εντελως πρωτότυπες μελωδίες, ορισμένες από τις οποίες αξιοποίησε στη μελοποίηση ψαλμών που χρησιμοποιούσε αντί κοινωνικών. Έχουμε λοιπόν εδώ μια σημαντική καινοτομία στη λατρευτική μουσική, που αγαπήθηκε επίσης πολύ από τον κόσμο. Σημαντική είναι και η προσφορά του στη σύνθεση νέων παπαδικών μελών, δηλαδή αργών εκκλησιαστικών μελών, που ψάλλονται με σκοπό να καλύψουν το χρόνο κατά τον οποίο οι ιερείς προβαίνουν σε συγκεκριμένες ιεροπραξίες εντός του ιερού. Τέτοια είναι τα χερουβικά, τα κοινωνικά κ.ά. Οι μελωδίες των χερουβικών και των κοινωνικών του Σακελλαρίδη διαθέτουν συνθετική έμπνευση, καλαισθησία και κομψότητα και δικαιολογημένα αγαπήθηκαν.
· Θα μάς δώσετε ένα σχετικό μουσικό παράδειγμα;
· Βεβαίως, το χερουβικό του Γ΄ ήχου, που θα ακούσουμε αμέσως τώρα.
- Μουσικό παράδειγμα Νο 2: Χερουβικός ύμνος. Ήχος Γ΄. Σύνθεση Ι. Σακελλαρίδη.
· Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, η χορωδιακή μουσική του Ιωάννη Σακελλαρίδη, μολονότι στερείται κάθε θεωρητικού ενδιαφέροντος και δεν ταιριάζει υφολογικά στις βυζαντινές κλίμακες, αποτελεί ένα εύληπτο αρμονικό σύστημα το οποίο, συνδυαζόμενο με καλαίσθητες μελωδίες, συμβάλλει θετικά στη λατρεία και είναι πολύ αγαπητό σε μεγάλο μέρος του κόσμου.
· Θεωρείτε όμως ότι όσα μας είπατε δικαιολογούν το χαρακτηρισμό σας για το Σακελλαρίδη ως το σημαντικότερο Έλληνα Ορθόδοξο εκκλησιαστικό συνθέτη από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους;
· Μα ακόμη δεν μιλήσαμε για την ουσιαστική του προσφορά στη σύγχρονη ελληνορθόδοξη εκκλησιαστική μουσική. Η εν λόγω προσφορά έγκειται αφ’ ενός μεν στο συνθετικό του έργο σε επίπεδο μελωδιών και όχι αρμονίας, αφ’ ετέρου δε στις σημαντικές του ανακαλύψεις για τις σχέσεις της βυζαντινής μουσικής με την αρχαία ελληνική, ανακαλύψεις που οφείλονται στη διττή κατάρτισή του, μουσική και φιλολογική.
· Ας τα πάρουμε ένα-ένα. Τι εννοείτε, μιλώντας για συνθετικό έργο σε επίπεδο μελωδιών και όχι αρμονίας;
· Μπορεί βάσιμα να υποστηρίξει κανείς ότι ο Σακελλαρίδης ανανέωσε μελωδικά τη βυζαντινή μουσική. Συνέθεσε εκ νέου ή διασκεύασε όλα τα λειτουργικά μουσικά βιβλία της εκκλησίας, μεταγράφοντάς τα εκ παραλλήλου στην ευρωπαϊκή μουσική σημειογραφία. Το τεράστιο αυτό έργο αποτελεί από μόνο του μεγάλη προσφορά, επειδή κατέστησε τις βυζαντινές μελωδίες προσιτές σε ένα ασυγκρίτως ευρύτερο κοινό που αγνοούσε τη βυζαντινή μουσική σημειογραφία. Ο Μανώλης Καλομοίρης, λ.χ., γράφει για τις μεταγραφές του Σακελλαρίδη ότι «αποκαλύπτουν... μελωδικούς θησαυρούς ολόκληρους, των οποίων το κάλλος και η έκφραση ανοίγουν καινούργιους κόσμους στη δημιουργική φαντασία».
[2] Κι ενώ η αρμονία του είναι, όπως είπαμε, ασύμβατη με τις βυζαντινές κλίμακες, οι μελωδίες του, αντιθέτως, διαθέτουν όλα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των γνήσιων βυζαντινών μελών: Μουσικούς τρόπους, βάσεις, δεσπόζοντες φθόγγους, μελωδικές γραμμές, χαρακτηριστικές καταλήξεις. Οι μελωδίες του Σακελλαρίδη εντάσσονται πλήρως στο πλαίσιο της θεωρίας των ήχων της βυζαντινής μουσικής. Παρ’ όλα αυτά πολλοί υποστηρίζουν θέσεις όπως η ακόλουθη, την οποία σας διαβάζω από την Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Larousse-Britannica»: «Με τις μουσικές μεταγραφές των απάντων σχεδόν της εκκλησιαστικής υμνολογίας, δυστυχώς, συνετέλεσε... στην συντόμευση των μελών με το επιχείρημα της καθαρότητας του λόγου και των νοημάτων, στην προσθήκη ξένων προς το ύφος αυτής της μουσικής δυναμικών και εκφραστικών χρωματισμών μιας παντομιμικής περιγραφής του κειμένου...».[3] Ως προς αυτού του είδους την κριτική, διαφωνώ καθέτως, πάτερ Ειρηναίε. Σχετικά με τη μοναδικότητα των συνθέσεων του Σακελλαρίδη και την ιδιομορφία που, κατ’ εμέ, αποτελεί το βασικό στοιχείο πρωτοτυπίας του αλλά και την ουσιαστική αισθητική του προσφορά στη σύγχρονη ελληνορθόδοξη εκκλησιαστική μουσική, θα διατυπώσω λοιπόν κι εγώ τη δική μου θέση ως εξής: Ο Σακελλαρίδης μετατόπισε το μελωδικό κέντρο βάρους των συνθέσεών του από την υπερεπεξεργασμένη μουσική φράση της παραδοσιακής βυζαντινής μουσικής στη συνολική μελωδική γραμμή. Απλούστευσε τις συχνά υπερβολικές λεπτομέρειες σε ποικίλματα των μουσικών φράσεων της παραδοσιακής μελοποιίας, ταυτόχρονα όμως έδωσε μεγάλη προσοχή στη συνολική δομή και ανέλιξη της μελωδίας. Η συνθετική αυτή καινοτομία του Σακελλαρίδη αποτελεί το στοιχείο εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, ικανοποιεί το σύγχρονο ακροατή πολύ περισσότερο από ό,τι οι υπερεπεξεργασμένες και χαλαρότερα μεταξύ τους δομημένες μουσικές φράσεις των παραδοσιακών βυζαντινών μελών και καθιστά τη μουσική του πραγματικά καλαίσθητη, σύμφωνα με τα σύγχρονα αισθητικά κριτήρια. Έτσι ο Σακελλαρίδης αξιοποίησε την πρωτοτυπία των βυζαντινών κλιμάκων κατά τον καλύτερο τρόπο, διαμορφώνοντας μια νέα, υψηλού επιπέδου αισθητική στη σύγχρονη ελληνορθόδοξη εκκλησιαστική μελοποιία. Εξ ίσου σημαντική προσφορά του Σακελλαρίδη αποτελεί ο τονισμός του νοήματος του λόγου διά της μελωδίας. Η φιλολογική του κατάρτιση δεν ανεχόταν να κακοποιείται ο λόγος των τροπαρίων από παρατονισμούς ή λανθασμένες στίξεις εξ αιτίας της μελωδίας. Οι μελωδικές γραμμές του αλλά και οι χρήσεις των φθορών του, δηλαδή των μετατροπιών της βυζαντινής μουσικής, υπηρετούν άριστα το νόημα των λειτουργικών ύμνων και διορθώνουν πλείστες λανθασμένες τέτοιες περιπτώσεις που είναι αρκετά συχνές στην παραδοσιακή βυζαντινή μουσική. Τις ωραιότερες συνθέσεις του Σακελλαρίδη τις βρίσκει κανείς στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος, κι όλα όσα είπα παραπάνω είναι πολύ ευδιάκριτα στο επόμενο μουσικό παράδειγμα, στο δοξαστικό των Αίνων του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας σε ήχο γνήσιο, γνησιότατο Πλ. του Α΄. Επειδή εδώ μας ενδιαφέρει αποκλειστικά η μελωδία, θα το ακούσουμε μονοφωνικά ψαλμένο, χωρίς καν ισοκράτημα, από τον ομιλούντα. Θα πρέπει να προσθέσω εδώ ότι η προσέγγιση στη νέα αυτή αισθητική των εκκλησιαστικών μελών που προσπάθησα να περιγράψω (απλούστευση δηλαδή των μουσικών φράσεων και έμφαση στη συνολική μελωδική δομή και ανέλιξη της μελωδίας) απαιτεί, βεβαίως, και ανάλογο ερμηνευτικό ύφος. Έτσι πειραματίζομαι στο θέμα αυτό, αναζητώντας την κατάλληλη φωνητική έκφραση για τις εκκλησιαστικές συνθέσεις αυτού του τύπου.
- Μουσικό παράδειγμα Νο 3: «Κύριε, ερχόμενος προς το πάθος». Ήχος Πλ. του Α΄. Μέλος: Ι. Σακελλαρίδης.
· Με τα παραπάνω νομίζω ότι κατέστησα, αν μη τι άλλο, σαφείς τους λόγους για τους οποίους, εγώ τουλάχιστον, θεωρώ εντελώς ανυπόστατες τις κατηγορίες κατά του Ιωάννη Σακελλαρίδη, ότι κατέστρεψε δήθεν τη βυζαντινή μελοποιία.
· Μιλήσατε προηγουμένως και για επισήμανση συγγενειών της βυζαντινής μουσικής με την αρχαία ελληνική εκ μέρους του Σακελλαρίδη.
· Η δεύτερη μεγάλη προσφορά του. Μια άλλη εντελώς άστοχη κατηγορία εναντίον του είναι ότι «ισοπέδωσε τους ρυθμούς της βυζαντινής μουσικής». Αγνοούν, βεβαίως, όσοι τα λένε αυτά, ότι ο Σακελλαρίδης επεσήμανε σημαντικές ρυθμικές συγγένειες της βυζαντινής μουσικής με την αρχαία ελληνική. Το δυστύχημα είναι ότι την ουσιαστική αυτή προσφορά του Σακελλαρίδη την αγνοεί εξ ίσου και η συντριπτική πλειοψηφία των υποστηρικτών του. Θα μιλήσουμε για τις δύο σπουδαιότερες ανακαλύψεις του στον τομέα αυτό.
Πρώτον, στο ρυθμό του αργού «Άγιος ο Θεός», του λεγομένου «του βήματος», σε ήχο Β΄, ο Σακελλαρίδης ανακάλυψε την επιβίωση ενός αρχαίου ελληνικού μέτρου, του τροχαίου σημαντού, και του αντιστρόφου του, του ορθίου νόμου. Ο εν λόγω ρυθμός χαρακτήριζε τα λεγόμενα επιβώμια μέλη των αρχαίων ελληνικών τελετουργιών, είναι δωδεκάσημος (ο μετρικός πους περιέχει δηλαδή δώδεκα χρόνους) και συνίσταται στην εναλλαγή οκτώ χρόνων στη θέση του μέτρου με τέσσερις στην άρση. Αυτός είναι ο τροχαίος σημαντός. Αντιστρόφως, ο όρθιος νόμος χαρακτηρίζεται από εναλλαγή τεσσάρων χρόνων στη θέση με οκτώ στην άρση. Έτσι το «Άγιος ο Θεός» του βήματος αρχίζει με τροχαίο σημαντό: η πρώτη συλλαβή Α- (θέση) εκτείνεται σε οκτώ χρόνους, η δεύτερη -γι- (άρση) σε τέσσερις, η τρίτη -ος (θέση) πάλι σε οκτώ και η τέταρτη ο (άρση) εκ νέου σε τέσσερις. Στη συνέχεια το μέτρο αντιστρέφεται σε όρθιο νόμο: Η πέμπτη συλλαβή -Θε- (θέση) εκτείνεται σε τέσσερις χρόνους και η έκτη -ος (άρση) σε οκτώ. Παρακολουθήστε:
- Μουσικό παράδειγμα Νο 4: «Άγιος ο Θεός» βήματος. Ήχος Β΄.
· Δεύτερον, ο Σακελλαρίδης επεσήμανε ότι τα προσόμοια τροπάρια του Β΄ ήχου «Οίκος του Εφραθά» ακολουθούν πιστότατα το ρυθμικό πρότυπο ενός χορικού από τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Άλλη μια περίπτωση που αποδεικνύει πόσο ευρείες ήσαν και η φιλολογική και η μουσική κατάρτιση του. Ας αντιπαραβάλουμε:
Οίκος του Εφραθά, - Άεισον εν ρυθμοίς
η πόλις η αγία, - τον πεύκα εν ουρεία
των προφητών η δόξα, - ξεστόν λόχον Αργείων
ευτρέπισον τον οίκον - και Δαρδανίας άταν
εν ω το θείον τίκτεται. - αρθείην δ’ επί πόντιον...
- Μουσικό παράδειγμα Νο 5: «Οίκος του Εφραθά» - «Άεισον εν ρυθμοίς». Ήχος Β΄.
· Δεν υποστηρίζω, προς Θεού, ότι το αρχαίο ελληνικό χορικό ψαλλόταν με την ίδια μελωδία που έχει το βυζαντινό προσόμοιο. Απλώς καθίσταται έτσι προφανής η μετρική τους αντιστοιχία. Να λοιπόν, πάτερ Ειρηναίε, ποιες είναι οι ουσιαστικές προσφορές του Ιωάννη Σακελλαρίδη στη βυζαντινή μουσική. Να γιατί τον θεωρώ ως το σημαντικότερο Έλληνα Ορθόδοξο συνθέτη από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους. Πέστε μου, σας παρακαλώ: Γνωρίζετε πολλούς σύγχρονους εκκλησιαστικούς συνθέτες με ανάλογης σημασίας έργο;
· Το έργο ανθρώπων όπως λ.χ. ο Σίμων Καρράς, το θεωρείτε κατώτερης σημασίας;
· Μίλησα για σύγχρονους εκκλησιαστικούς συνθέτες. Ο Σίμων Καρράς είναι από τους πολύ σπουδαίους μουσικολόγους και θεωρητικούς της παραδοσιακής μας μουσικής, το έργο του όμως είναι εντελώς διαφορετικής φύσεως από του Σακελλαρίδη. Οι δύο κινήθηκαν σε εντελώς διαφορετικούς χώρους. Ο Καρράς στον τομέα της θεωρητικής έρευνας και μουσικολογικής συλλογής και κατατάξεως του παραδοσιακού μας μουσικού υλικού. Ο Σακελλαρίδης στον τομέα της μουσικής δημιουργίας και της μουσικοφιλολογικής αναδιφήσεως. Το έργο του ενός απλά δεν είναι συγκρίσιμο με το έργο του άλλου. Αφού με ρωτάτε όμως, να σας πω ότι θεωρώ την προσφορά του Σίμωνα Καρρά στην ελληνική παραδοσιακή μουσική τεράστια και σημαντικότατη. Διαφωνώ όμως ριζικά με την εκ μέρους του αντίληψη της εννοίας της παραδόσεως. Για τον Καρρά η παράδοση είναι κάτι στατικό, νεκρό και απολιθωμένο, κάτι που διαθέτει μόνο παρελθόν. Για τον Καρρά μόνο το παρελθόν έχει αξία και μόνο αυτό χρήζει μελέτης σε βάθος. Το παρόν και το μέλλον της παράδοσης πρέπει να περιορίζονται σε μια στείρα αντιγραφή του παρελθόντος. Κάθε καινοτομία είναι εκ των προτέρων καταδικαστέα, γιατί νοθεύει, υποτίθεται, την παράδοση. Εγώ δεν μπορώ να συμφωνήσω με μια τέτοια περί παραδόσεως άποψη. Η παράδοση είναι για μένα κάτι ζωντανό. Η παράδοση προχωρεί διαρκώς προς τα εμπρός και, με τις ρίζες της στο παρελθόν, απ’ όπου αντλεί βασικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας της, προσαρμόζεται σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο παρόν και διαμορφώνει το μέλλον της με δημιουργική εξέλιξη. Εδώ όμως μπαίνουμε σ’ ένα άλλο τεράστιο θέμα, που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε. Νομίζω ότι θα πρέπει να επιστρέψουμε στον Ιωάννη Σακελλαρίδη.
· Πράγματι, το θέμα που θίξατε ξεφεύγει εντελώς από τα πλαίσια της σημερινής εκπομπής. Ας επιστρέψουμε στον Σακελλαρίδη. Θα παραδεχθώ ότι όσα μας είπατε όντως διαφέρουν από εκείνα που συνήθως προβάλλουν οι υποστηρικτές του έργου του. Θα παραδεχθείτε όμως κι εσείς ότι κι εκείνοι υπερβάλλουν κάποιες φορές.
· Σαφέστατα. Από την πλευρά των υποστηρικτών του ακούγονται για το Σακελλαρίδη αστείοι χαρακτηρισμοί, όπως «ο Παλεστρίνα της Ορθοδοξίας» κι άλλα τέτοια βαρύγδουπα, ενώ η αρμονία των χορωδιακών του συνθέσεων ζήτημα αν μπορεί να χαρακτηριστεί «του νηπιαγωγείου». Γι’ αυτό σας είπα στην αρχή, ότι τόσο οι υποστηρικτές του, όσο και οι επικριτές του ουσιαστικα αγνοούν εξ ίσου το έργο του και την πραγματική του προσφορά. Νομίζω ότι με όσα ελέχθησαν, αν μη τι άλλο, καταστήσαμε τα πράγματα σαφή. Όσον αφορά τώρα στο τεράστιο ζήτημα της πολυφωνικής επεξεργασίας των βυζαντινών μελωδιών, ο Σακελλαρίδης υπήρξε ένας πρόδρομος, όχι ένας ουσιαστικός εκπρόσωπος αυτής της συγκεκριμένης τάσεως στο χώρο της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής μουσικής. Προσοχή! Δεν αναφέρομαι σε δυτικότροπες ορθόδοξες εκκλησιαστικές συνθέσεις, όπως λ.χ. των Χαβιαρά, Νικολόπουλου, Καντακουζηνού, Πολυκράτη και άλλων συνθετών αυτής της σχολής, αλλά σε πολυφωνικές επεξεργασίες βυζαντινών μελών με στόχο τη διατήρηση ή και την ενίσχυση του ιδιαιτέρου ύφους και ήθους τους μέσω της πολυφωνίας. Έχουμε να κάνουμε εδώ με άλλο τεράστιο ζήτημα, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σύγχρονη μουσική τάση στο χώρο της παραδοσιακής μας μουσικής, που βρίσκεται ακόμη εν εξελίξει. Στον τομέα αυτό η μόνη προσφορά του Σακελλαρίδη είναι ότι, με την εντελώς ακατάλληλη για βυζαντινές μελωδίες αρμονία του, έθεσε τα πρώτα σημεία αναφοράς για τους επόμενους, ως παράδειγμα προς αποφυγήν.
· Πιστεύετε ότι η πολυφωνία έχει θέση στη μουσική της εκκλησίας;
· Η απάντησή μου είναι «σαφέστατα ναι» αλλά το ζήτημα είναι τεράστιο και ξεφεύγει κι αυτό εντελώς από τα πλαίσια της σημερινής εκπομπής. Πολύ ευχαρίστως να το συζητήσουμε σε κάποια άλλη ευκαιρία. Εκείνο που μπορώ σήμερα να σας πώ είναι ότι, από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, μια πλειάδα συνθετών αντιμετώπισε το θέμα με μεγάλη σοβαρότητα, ερεύνησε τις διάφορες πτυχές και τα προβλήματά του, πειραματίστηκε με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία και διαμόρφωσε μια σαφώς προσανατολισμένη μουσική τάση, η οποία, εξελισσόμενη εδώ κι έναν αιώνα, έχει φθάσει πλέον σε φάση ωριμότητας. Η εξελικτική αυτή τάση συμπεριλαμβάνει αμφότερα τα σκέλη της γνήσιας ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, και βυζαντινή μελοποιία και δημοτικό τραγούδι. Την έχουν υπηρετήσει και την υπηρετούν σύγχρονοι μουσουργοί, ορισμένοι πολύ γνωστοί από άλλους μουσικούς τομείς, όπως λ.χ. ο Μιχάλης Αδάμης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, κι άλλοι λιγότερο ή καθόλου γνωστοί αλλά με έργο εξ ίσου σημαντικό στον τομέα της εκκλησιαστικής μουσικής, όπως ο Ελισαίος Γιανίδης και ο μουσικός σύλλογος ΕΔΕΜ (το αρκτικόλεξο σημαίνει «Εταιρεία Δημιουργικής Εκκλησιαστικής Μουσικής»), ο Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου, ο Δημήτρης Παπαποστόλου, για να αναφέρω κάποιους. Ακόμη κι ο αείμνηστος Σπύρος Περιστέρης, ο επί πεντηκονταετία Πρωτοψάλτης του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών και Καθηγητής της Βυζαντινής Μουσικής στο Ωδείο Αθηνών, έχει σοβαρά ασχοληθεί με την πολυφωνική επεξεργασία των βυζαντινών μελών, κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν. Όλοι οι συνθέτες αυτοί έχουν παραγάγει έναν ήδη σημαντικό αριθμό πολύ αξιόλογων έργων, που πραγματικά ανανεώνουν τη μουσική μας παράδοση και την κρατούν ζωντανή και δημιουργική. Προσωπικά μου προξενεί μεγάλη θλίψη το γεγονός ότι, δυστυχώς, για όλα αυτά η Εκκλησία δεν γνωρίζει τίποτα. Όσα σας λέω όμως χρειάζονται ανάπτυξη και τεκμηρίωση, που δεν έχουμε το χρόνο να κάνουμε τώρα.
· Θα μπορούσατε να μας δώσετε έστω κάποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα;
· Αυτό θα πρέπει να το κάνω, γιατί, αλλιώς, όσα είπα προηγουμένως παραμένουν ακατάληπτα για το μέσο ακροατή. Ας πάρουμε λοιπόν ένα εκκλησιαστικό μέλος κι ας κάνουμε τη σύγκριση μεταξύ μιας εντελώς λανθασμένης εναρμονίσεώς του από το Σακελλαρίδη και μιας πραγματικά εμπνευσμένης από το Θεόδωρο Παπακωνσταντίνου. Αλήθεια, πάτερ Ειρηναίε, το όνομα Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου σας λέει κάτι;
· Ομολογώ πως όχι.
· Θα με εξέπληττε μια καταφατική εκ μέρους σας απάντηση. Η Εκκλησία ολόκληρη, πλην ενός ελαχίστου ποσοστού του πληρώματός της, αγνοεί όλους εκείνους τους σύγχρονους μουσουργούς που ανανέωσαν την βυζαντινή μουσική και χάρισαν στην παράδοση τη ζωντανή σημερινή της συνέχεια. Αγνοεί ακόμα και το γεγονός ότι υφίσταται μια τέτοια συνέχεια. Κι αυτό είναι πραγματικά θλιβερό. Υπάρχει σήμερα ένας ανεκτίμητος μουσικός θησαυρός στο χώρο της σύγχρονης εκκλησιαστικής μελοποιίας, που παραμένει εντελώς άγνωστος και αναξιοποίητος. Κυρίως υπάρχει συνέχεια στην παράδοση, από ανθρώπους που, αντί να εφησυχάζουν, αρκούμενοι σε μια στείρα αντιγραφή του παρελθόντος της, χτίζουν το παρόν της, στηριζόμενοι στον προηγούμενο αποθησαυρισμένο πλούτο της αλλά προσθέτοντάς της τη δική τους δημιουργική συνέχεια και διατηρώντας την έτσι εξελισσόμενη, άρα ζωντανή. Ένα από τα κύρια σύγχρονα ανανεωτικά στοιχεία στη βυζαντινή μουσική παράδοση είναι η αφομοίωση – προσέξτε! η αφομοίωση, όχι η απροβλημάτιστη ανάμιξη – η αφομοίωση του στοιχείου της πολυφωνίας. Προσέξτε όμως και πάλι! Δεν πρόκειται για πάντρεμα της ανατολικής μελωδίας με τη δυτική αρμονία! Όσοι επιχείρησαν κάτι τέτοιο έθεσαν τη βυζαντινή μουσική επί προκρουστείου κλίνης με καταστροφικά γι’ αυτήν αποτελέσματα. Οι εκπρόσωποι όμως της μουσικής τάσεως στην οποία αναφέρομαι – εμείς την ονομάζουμε βυζαντινή πολυφωνία – έχουν σκύψει με σεβασμό, επίγνωση και αγάπη πάνω από τις βυζαντινές μουσικές κλίμακες, κι έχουν αναζητήσει και ανακαλύψει τη λανθάνουσα αρμονία τους, για να χρησιμοποιήσω έναν ιδιαίτερα πετυχημένο όρο του Μανώλη Καλομοίρη.
[4] Τι εννοώ θα το δείτε με τη σύγκριση που θα κάνουμε. Ας ακούσουμε λοιπόν πρώτα το «Άγιος ο Θεός», που λέγαμε, σε ήχο Β΄ εναρμονισμένο από το Σακελλαρίδη. Η εναρμόνισή του όχι μόνο μετατρέπει τη χρωματική κλίμακα του ήχου σε διατονική μείζονα αλλά και θεωρεί την τονική Δι (Σολ) ως δεσπόζουσα, μεταθέτοντας έτσι την τονική στο Νη (Ντο). Μεταβάλλει με άλλα λόγια και το μουσικό τρόπο καί την τονικότητα, διαλύοντας στην κυριολεξία και κανταδοποιώντας, αν θέλετε, το δεύτερο Ήχο. Ας το ακούσουμε.
- Μουσικό παράδειγμα Νο 6: «Άγιος ο Θεός». Ήχος Β΄. Αρμονία κατά το ύφος Ι. Σακελλαρίδη.
· Ας ακούσουμε τώρα και μια πολυφωνική επεξεργασία που προσαρμόζεται στην κλίμακα του Β΄ Ήχου, αντί να τη διαλύει, και στοχεύει στο να διατηρήσει και, ει δυνατόν, να ενισχύσει το ήθος και ύφος του μέλους. Μια τέτοια πολυφωνική επεξεργασία, επειδή προσαρμόζεται σ’ ένα μουσικό τρόπο, όπως λέμε κάθε συγκεκριμένη μουσική κλίμακα, ονομάζεται «τροπική». Η συγκεκριμένη έγινε από το Θεόδωρο Παπακωνσταντίνου, έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους εκκλησιαστικούς συνθέτες, που, δυστυχώς, πέθανε το 1969 σε ηλικία νεαρότατη. Εδώ ψάλλει το μικτό φωνητικό σύνολο δωματίου «Ars Nova», υπό τη διεύθυνση του ομιλούντος.
- Μουσικό παράδειγμα Νο 7: «Άγιος ο Θεός». Ήχος Β΄. Πολυφωνική επεξεργασία: Θ. Παπακωνσταντίνου.
· Για μένα, πάτερ Ειρηναίε, αυτό είναι η σύγχρονη βυζαντινή μουσική, εκείνη που συνεχίζει την παράδοση και την κρατάει ζωντανή. Γιατί αναλλοίωτα και ανεξέλικτα είναι μόνο τα μουσειακά απολιθώματα. Κι αν η εκκλησιαστική μας μουσική παραμένει ζωντανή, δεν μπορεί να αρκείται σε μια στείρα αντιγραφή του παρελθόντος της. Θα αναζητήσει αναπόφευκτα τη συνέχεια και εξέλιξή της, όπως και το κάνει. Στο πλαίσιο αυτό, της αναζητήσεως της βυζαντινής πολυφωνίας, πειραματίζομαι κι εγώ ο ίδιος. Ως προς την εξελικτική λοιπόν πορεία της βυζαντινής μουσικής κατά τον τελευταίο ενάμισυ αιώνα, ο Ιωάννης Σακελλαρίδης υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους διαμορφωτές της, αποτυγχάνοντας μεν πλήρως στο θέμα της αρμονίας αλλά προσφέροντας τεράστια ανανέωση στην αισθητική της μελωδικής γραμμής και εντοπίζοντας σημαντικές ρυθμικές σχέσεις και συγγένειες της βυζαντινής με την αρχαία ελληνική μουσική.

Βιβλιογραφία

Καλοκύρης Κ. 1988. Το έργο του μουσουργού Ιωάννη Θ. Σακελλαρίδη και η παράδοση της Βυζαντινής Μουσικής. Κριτική σκιαγραφία 50 χρόνια μετά το θάνατό του. Αθήνα
Καλομοίρης Μ. 1935. Αρμονία, τεύχ. Β΄. Εκδόσεις Γαϊτάνου, Αθήνα.
Καλομοίρης Μ. 1940. Ολίγα λόγια του Μανώλη Καλομοίρη στο «Ο υμνωδός και μουσικοδιδάσκαλος Ιωάννης Σακελλαρίδης (1853-1938). Λόγοι εκφωνηθέντες κατά το φιλολογικόν του μνημόσυνον εν τω Παρνασσώ τη 12η Ιουνίου 1939», σελ. 37 – 38. Αθήναι, 1940.
Κατσιναβάκης Ε. Φ. 2001. Σύγχρονες εξελικτικές τάσεις της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Συνέντευξη στην εφημερίδα Ρεθεμνιώτικα Νέα της 19ης Αυγούστου 2001, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Αναγεννησιακού Φεστιβάλ Ρεθύμνου.
Κατσιναβάκης Ε. Φ. 2003. Η ελληνική παραδοσιακή μουσική και οι σύγχρονες εξελικτικές της τάσεις: Η συμβολή των χαμένων πατρίδων. Παραγωγή: Ρωμανός ΕΠΕ. Αθήνα.
Κατσιναβάκης Ε. Φ. 2004. Η σημασία των σύγχρονων εξελικτικών τάσεων της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής για την Καλλιτεχνική Εκπαίδευση. Εισήγηση στη Διημερίδα του ΥΠΕΠΘ «Καλλιτεχνική Παιδεία στο σχολικό χώρο. Αναγκαιότητα, Προοπτικές», 19 – 20 Νοεμβρίου 2004, Κολλέγιο Αθηνών.
Παπαδημητρίου Κ. 1939. Ο Ιωάννης Θ. Σακελλαρίδης και το παρ’ ημίν μουσικόν ζήτημα. Εν Αθήναις.
Παπαδημητρίου Κ. 1940. Ο Ι. Σακελλαρίδης ως λόγιος μουσικός στο «Ο υμνωδός και μουσικοδιδάσκαλος Ιωάννης Σακελλαρίδης (1853-1938). Λόγοι εκφωνηθέντες κατά το φιλολογικόν του μνημόσυνον εν τω Παρνασσώ τη 12η Ιουνίου 1939», σελ. 37 – 38. Αθήναι, 1940.
Σακελλαρίδης Ι. 1908. Οκτώηχος, Τόμος Α΄. Εκδ. Σπ. Κουσουλίνου, εν Αθήναις. Φωτοτυπική ανατύπωση, Εκδόσεις Σπανίων Βιβλίων Ι. Π. Δαμπολιά, Πειραιεύς 1980.

[1] Σακελλαρίδης Ι. 1908 (1980) : σελ. ζ (προλόγου).
[2] Καλομοίρης 1940 : 37 – 38.
[3] Λήμμα Σακελλαρίδης Ιωάννης (ανώνυμο), Εγκυκλοπ. Πάπυρος-Larousse-Britannica.
[4] Καλομοίρης 1935 : 174.